Перевод: с немецкого на все языки
τάχ' ἂν ἴσως
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
εμπορευτικός — ἐμπορευτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
τάχα — ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν νεοελλ. 1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι) 2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με… … Dictionary of Greek